ἐσύστερον

ἐσύστερον
ἐσύστερον
hereafter
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εσύστερον — ἐσύστερον (Α) (επίρρ. αντί ἐς ὕστερον) στο μέλλον, από δω και πέρα, ύστερα, κατόπιν («ἡ ἐσύστερον ἐπελθοῡσα γυνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ες ύστερον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”